- αἰσυμνητής
- αἰσυμνητής: princely, dat. Il. 24.347†. v. l. αἰσῦητῆρι.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Αἰσυμνήτης — judge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσυμνήτης — judge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισυμνήτης — Έτσι ονόμαζαν οι αρχαίοι κάτοικοι της Πάτρας τον θεό Διόνυσο. Σύμφωνα με την αφήγηση του Παυσανία, όταν κυριεύτηκε η Τροία ο Ευρύπυλος, ο γιος του Ευαίμονα, έλαβε από τα λάφυρα μια λάρνακα που περιείχε άγαλμα του Διονύσου (έργο του Ηφαίστου) την… … Dictionary of Greek
αἰσυμνῆτα — αἰσυμνήτης judge masc voc sg αἰσυμνήτης judge masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АЙСИМНЕТ — • Αίσυμνήτης, 1. см. Eurypylus, Еврипил; 2. слово, составленное, может быть, из αίσα (justa portio) и μιμνήσκω (помнящий о равной доле, о справедливости); в «Одиссее» (8, 258) означает выборных распорядителей состязаний; в… … Реальный словарь классических древностей
Αἰσυμνήτην — Αἰσυμνήτης judge masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσυμνήτου — Αἰσυμνήτης judge masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσυμνήτου — αἰσυμνήτης judge masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰσυμνήτῃ — Αἰσυμνήτης judge masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσυμνήτῃ — αἰσυμνήτης judge masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισυμνητεία — Η εξουσία του αισυμνήτη στην αρχαία Ελλάδα. Η εξουσία αυτή, που δινόταν σε πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης από τις αντιμαχόμενες πολιτικές μερίδες μιας πολιτείας για να τις συμβιβάσει, ήταν ισόβια ή περιορισμένου χρόνου με συγκεκριμένο, συνήθως… … Dictionary of Greek